σκιαστικός

σκιαστικός
σκῐ-αστικός, ή, όν,
A shading, covering, Sch.S.OC313. Adv.

-κῶς Eust.1703.13

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκιαστικός — ή, όν, ΜΑ [σκιαστός] αυτός που καλύπτει με σκιά, που σκιάζει. επίρρ... σκιαστικῶς Μ με σκιά, με κάλυψη σκιάς …   Dictionary of Greek

  • σκιαστική — σκιαστικός shading fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιαστικῶς — σκιαστικός shading adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”